Ἰνδικῷ

Ἰνδικῷ
Ἰνδικός
a
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰνδικῷ — ἰνδικάζω fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφαλληνός, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1856 – 1943). Λόγιος. Μετά τη βασική εκπαίδευσή του στο γυμνάσιο της Κέρκυρας, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη Φλωρεντία, όπου παρακολούθησε μαθήματα ινδικής φιλολογίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”